- γεραιέ
- γεραιόςoldmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχέτλιος — ία, ον, θηλ. και ίη και σπαν. ος, Α 1. (για πρόσ.) επίμονος, ακατάβλητος, απτόητος, συνήθως με παράλληλη σημασία τού τρομερού και τού ολέθριου (α. «σχέτλιός ἐσσι γεραιέ σὺ μὲν πόνου οὔ ποτε λήγεις», Ομ. Ιλ. β. «σχέτλιός εἰς, Ὀδυσσεῡ περί τι μένος … Dictionary of Greek
γεραί' — γεραιά , γεραιός old neut nom/voc/acc pl γεραιά̱ , γεραιός old fem nom/voc/acc dual γεραιά̱ , γεραιός old fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γεραιέ , γεραιός old masc voc sg γεραιαί , γεραιός old fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)